Και είπαν οι μοίρες στη Μαργεντίνη
να ζητήσει απ’ τον πατέρα της που ήτανε καπετάνιος,
όταν γυρίσει απ’ το ταξίδι του να της φέρει το χρυσόβεργα.
Πίσω γυρίστε την κλωστή
και πίσω το κουβάρι
κι ας πάμε πίσω στα παλιά,
είκοσι χρόνους πίσω.
Μια όμορφη αρχόντισσα
με πόνο τραγουδούσε,
το κύμα την συντρόφευε
κι ο άνεμος απαντούσε.
Είχε και πλούτη και καλά,
γαλέρες και καράβια.
Είχε και κάστρα δυνατά
κι ολόχρυσα παλάτια.
Είχε έναν άντρα ζηλευτό,
ένα άξιο παλληκάρι
που τον τρομάζαν οι οχτροί,
της χώρας του καμάρι.
Μα είχε καημό στα στήθια της
λαχτάρα στην καρδιά της
γιατί δεν είχε ένα παιδί
άξια κληρονομιά της.
Πάρε μου αγέρα την φωνή
μαΐστρο το τραγούδι
και σύρε το και ρίξε το
στο μέσο του πελάγου.
Και στείλε χαιρετίσματα
στις μοίρες που μ’ ορίζουν
γιατί έχω πόνο στην καρδιά
κρυφή πληγή στα στήθια.
Και συ στοιχειό της θάλασσας,
καλέ μου μαυροπούλι,
σύρε και βάλε μια φωνή
οι μοίρες να γροικίσουν.
Κι ένα παιδί της άτεκνης
παρηγοριά να στείλουν
ένα παιδί στον κόρφο μου
καμάρι του σπιτιού μου.
Κι ένα φιλάκι κόκκινο
και μήλο μυρωδάτο
σαν το φιλώ να χαίρουμαι
σαν το κρατώ να λιώνω.
Dieser text wurde 307 mal gelesen.