Αυτά που ο αέρας ξέχασε να πει
φυτρώσανε στης φυλακής τα μέρη
μαζί με ένα παράπονο βαθύ
και τράβηξε η κόλαση μαχαίρι.
Τα λόγια που ορφάνεψαν νωρίς
κι οι όρκοι που σκουριάσαν στο συρτάρι
φουντώσανε τα δάκρυα της οργής
και μίκρυνε η παρέα στο νταμάρι.
Τα χάδια που στην άμμο έχουν σβηστεί
και τα φιλιά που σπρώχτηκαν στο ζάρι
τα βάφτησε στο οινόπνευμα η πληγή
και δίπλωσε στα δυο το μαξιλάρι.
Πίσω απ’ τα σίδερα εγκλήματα ηδονές
να ξετυλίγουνε με πάθος το κουβάρι
τα μυστικά κάνουνε βόλτα θες δε θες
ο κόσμος το `χε τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι.