Είπαν ότι θά `ρθουνε ηλιόλουστα φεγγάρια
μα τα όνειρα τα σπρώξανε οι επίσημοι στα ζάρια
άκυρα συνθήματα που ξέφτισε ο ασβέστης
παγιδεύεται η σκιά μου και θολώνει ο καθρέφτης.
Είπαν ότι οι ελπίδες μας θα πάρουνε τιμόνι
μα σφυρίζουνε οι σφαίρες στο απέναντι μπαλκόνι
φόρτωσαν τα σύννεφα ατσάλι με αναρτήσεις
και ξεθύμανε η αγάπη από τις αντεκδικήσεις.
Είπαν ότι ο έρωτας θα δέσει στο λιμάνι
μα οι όρκοι τους δολώματα σε σάπιο παραγάδι
σήκωσαν σημαία τα σκοτάδια του άγριου πλήθους
και ματώσανε οι κεραίες στα οδοφράγματα του μίσους.
Είπαν ότι οι φίλοι μας θα βγούνε από το φράχτη
μα η παρέα εξατμίστηκε στο πρώτο φως του κράχτη
ήχοι ευθυγραμμίζονται σε απόλυτη ευθεία
σαν τυχάρπαστοι κομπάρσοι μες τη φαρσοκωμωδία.
Είπαν ότι σίγουρα θα δούμε Αλκυονίδες
μα στεγνώσανε τα δάκρυα και στέρεψαν οι ελπίδες
θύματα αιχμάλωτα στη χέρσα πολιτεία
σαν τελεία σε άσπρο κύκλο που σταμπάρει η Ιστορία.
Είπαν ότι έρχονται αισιόδοξες ημέρες
μα λυθήκανε τα δάχτυλα και σκόρπισαν οι βέρες
τίποτα στο τίποτα απρόσωπα τα θέλω
μες τη ψύχρα τη ξεφτίλα τη βρωμιά και το μπουρδέλο.
Είπαν ότι σύντομα θα βγούμε από τα ζόρια
μα ξεχύθηκαν τα πέλαγα και πνίγηκαν τα εφόδια
άρχισε η παρέλαση στη μνήμη του κανένα
με κορμιά εξιλαστήρια χλωμά ξεθωριασμένη.
Ντύθηκε η φύση με το μέσα προς τα έξω
εκτροχιάστηκαν τα ύψη μα εμείς μείναμε απ’ έξω
χύμα αγνοημένοι αλλοδαποί και τρελαμένοι
σαν λαμπάδες μιας κηδείας που κρατάνε οι πεθαμένοι.
Είπαν πως ξανοίγονται καινούργιες ευκαιρίες
μα ξελόγιασαν τους πόθους με υποσχέσεις κι αλχημείες
δίψα απατημένη σε ναυάγια σκουριασμένα
με τα οράματα να σέρνονται βουβά κι απελπισμένα.
Είπαν τι δεν είπαν και μακραίνω και μικραίνω
αν σε χάσω πια και σένα τίποτα δε περιμένω
είπαν τι δεν είπαν και βουλιάζω και πεθαίνω
δώσ’ μου ένα σκουπιδάκι να κρατάω να ανασαίνω.
Έλα σαν το κύμα στο Αιγαίο
σαν αστέρι φευγαλέο
τσιγαράκι σέρτικο
έλα με ένα άγγιγμα τυχαίο
αναπάντεχο λαθραίο
να μεθύσει το ένστιχτο.