Κανείς δεν καταλάβαινε την ευωδιά
της μελαμψής μανόλιας της κοιλιάς σου.
Κανείς ότι βασάνιζες δεν ήξερε
ένα πουλάκι αγάπης μες στα δόντια σου.
Χίλια άλογα κι αποκοιμήθηκαν, περσικά,
στη φεγγαρόφωτη άπλα του μετώπου σου,
ενώ τέσσερις νύχτες έσφιγγαν
τη μέση σου που εχθρεύεται το χιόνι.
Ανάμεσα από γιασεμιά και γύψο η ματιά σου
ήταν ένα χλωρό κλαρί που από σπόρους,
έσκαψα στο στήθος μου για να σου δώσω
τα φιλντισένια γράμματα που λένε πάντα.
Πάντα, πάντα κι είπε της αγωνίας μου
άπιαστο πάντα το κορμί σου.
Το αίμα από τις φλέβες σου
στο στόμα μου
άφεγγο για το θάνατο μου πια
το στόμα σου.