Το νυφικό της μάνας μου
το κένταγαν δυο μήνες
με τις κλωστές του φεγγαριού
του ήλιου τις ακτίνες
Στην εκκλησιά το φόρεσε
στόλισε τα μαλλιά της
κι όλος ο κόσμος χώρεσε
μέσα στην αγκαλιά της
Το νυφικό της κόρης της
δυο μέρες νοικιασμένο
μ’ ένα σημάδι χωρισμού
κρυφά σημαδεμένο
Σ’ ένα καθρέφτη στάθηκε
δίπλα σε ανθοστήλη
δεν είδε πως μαράθηκε
το κόκκινο στα χείλη
Το νυφικό της άνοιξης
ποιος κήπος θα κεντήσει
και ποιο ανθάκι λεμονιάς
το πέπλο θα στολίσει
Αυτή που ονειρεύτηκε
και δε θα το φορέσει
με κάποια μοίρα δέθηκε
που άλλο της αρέσει