Αχ, η τύχη δε μ' αφήνει, διόλου να χαρώ
και ποτέ μιαν άσπρη μέρα, να βρω δεν μπορώ,
πες, βρε τύχη, γιατί θέλεις, όλο να με κατατρέχεις,
φτάνει, μ' έχεις πιά δικάσει στον κατατρεγμό,
όλο βάσανα μου δίνεις και το στήθος μου γεμίζεις
κάθε μέρα κι ένανε καημό.
Αχ, βρε τύχη δικασμένη, θέλ' να σε γλεντώ,
τους καημούς, τις πίκρες μου που έχω να ξεχνώ,
γι' αυτό πάντα, θα τα πίνω, στο κρασάκι για να σβήνω,
αφού ήτανε γραφτό μου έτσι να περνώ,
τέτοια τύχη ας μου λείπει, να περνώ ζωή με λύπη,
πες, βρε τύχη, ως πότε θα πονώ.
Eβαρέθηκα τον κόσμο, μάνα μου γλυκιά,
γι' αυτό θέλω να πεθάνω, να γλιτώσω πιά,
αφού η τύχη δε μ' αφήνει κι όλο βάσανα μου δίνει,
αχ και κάθε μέρα μου πληγώνει την καρδιά
κι έτσι, θα 'ναι αναπαυμένο το κορμί μου το καημένο,
μέσ' στη γη θα βρω παρηγοριά.