Μες στους δρόμους της Βαγδάτης
είδαν τη κορμοστασιά της
και ζηλέψανε.
Και μια νύχτα δίχως άστρα
μπήκαν στα ψηλά τα κάστρα
και την κλέψανε.
Έτσι το ’θελε η Τύχη
και η Ζεχρά σε έναν σεΐχη
παραδόθηκε.
και από τότε στο φεγγάρι
κλαίει κάποιο παλληκάρι
που προδόθηκε.
Ζεχρά,
πίστεψε με, Ζεχρά,
πως πονώ κι υποφέρω
δε σε λησμονώ.
Ζεχρά,
με δυο χείλη ωχρά
τ’όνομά σου προφέρω,
κλαίω και θρηνώ.
Γύρω μου είν’ όλα νεκρά,
σου τ’ορκίζομαι Ζεχρά.
Dieser text wurde 441 mal gelesen.