Βαρέθηκα την ξενιτιά,
μου 'χει μαυρίσει την καρδιά,
στην πατρίδα 'μ' θα γυρίσω,
να γλεντήσω, να μεθύσω.
Βαρέθηκα, μα το Σταυρό,
πάω στον τόπο μου να βρω,
την αγάπη 'μ' τη γλυκιά μου,
την αρραβωνιαστικιά μου.
Να δω τη μάνα 'μ' τη φτωχιά,
που 'ναι έρημη και μοναχιά,
συλλογιέμαι την καημένη,
μην την έβρω πεθαμένη.
Σαν δω, βρε, τη μανούλα μου
και τη γλυκιά αδερφούλα μου
θα πω ότι ανάσα ανάπτεις,
ξενιτιά στα βάσανα.
Ας ξαναδώ, βρε, το χωριό
με τ' άσπρο το καμπαναριό,
τα φαράγγια, τα ρουμάνια
που 'χουν τα δασιά πλατάνια.
Θέλω ν' ακούσω την αυγή,
προτού ακόμα ο ήλιος βγει,
βέλασμα και ντράγκα-ντρούγκα,
απ' τ' αρνιά που παν στη στρούγκα.
Βαρέθηκα την ξενιτιά,
πεθύμησα μια ρεματιά,
για ν' ακούσω τα αηδόνια,
που 'χω τώρα τόσα χρόνια.
Τάζω κερί στην Παναγιά,
να δω μονάχα μια μεριά του χωριού
κι ας δυστυχήσω,
φτάνει εκεί να ξεψυχήσω.
-Ωχ! Κακούργα ξενιτιά!