Είμαι ένας βασιλιάς σε ομιχλώδη χώρα
βαθύπλουτος μα ανίσχυρος και γερασμένος πρόωρα
που αηδιάζει με των αυλικών του τα παιχνίδια
βαριέται γάτες και σκυλιά και τ’ άλλα κατοικίδια
ούτε τραγούδι ή γιορτή το πνεύμα χαλαρώνει
ούτε ο λαός του που πεθαίνει αντίκρυ απ’ το μπαλκόνι
Στου αγαπημένου του τρελού την πρόστυχη μπαλάντα
το μέτωπό του δε γελά σκληρό και γκρίζο πάντα
τάφος το απέραντό του γίνεται κρεβάτι
ενώ οι πουτάνες της αυλής του κλείνουνε το μάτι
Ο άγγελός του δεν μπορεί παρ’ όλη τη σοφία
να βγάλει απ’ το είναι του τη χαλασμένη ουσία
κι αυτά τα αιμάτινα λουτρά γνωστά μας απ’ τη Ρώμη
που στα στερνά τους οι ισχυροί θυμούνται τώρα ακόμη
δεν το γιατρεύουν το κορμί, του ηλίθιου τούτου αρρώστου
που αντί για αίμα ένα νερό πράσινο τρέχει εντός του