Είναι μια Λάμια που μασάει το χάρισμά σου
κι όλο γελάει ειρωνικά πίσω απ’ τα αυτιά σου
είναι κι οι φίλοι που γλεντούν και σε γυρεύουν
κι οι νύχτες γκόμενες παλιές που σε ζηλεύουν.
Η μάνα σου γριά που κλαίει τη μοναξιά της
να σου φορτώνει τα χαμένα τα όνειρά της
κακές ειδήσεις που σκοτίζουν το μυαλό σου
κακός κι εγώ που αδιαφορώ για τον καημό σου.
Μα εσύ βαστιέσαι απ’ το "θα" που δε σε βγάζει πουθενά
και περιμένεις μια καινούργια ευκαιρία,
οι θεατές του σινεμά είδαν καθίσματα αδειανά
που ξαναβλέπουνε την ίδια ιστορία.
Είναι στο στήθος ο Σταυρός βαρύς σαν πέτρα
κι ο τείχος γύρω σου ψηλός σαράντα μέτρα
είναι κι ο διάολος που δεν κάθεται στ’ αυγά του
κι όλο ζητάει πίσω τ’ άσωτα παιδιά του.