Σε ψηλό βουνό,
σε ριζιμιό χαράκι,
κάθεται έν’ αητός.
Βρεμένος, χιονισμένος
ο καημένος και παρακαλεί.
Και παρακαλεί
τον ήλιο ν’ ανατείλει.
Ήλιε ανάτειλε ήλιε ανάτειλε.
Ήλιε λάμψε και δώσε
για να λιώσουνε
χιόνια από τα φτερά μου
και τα κρούσταλλα
από τ’ ακράνυχά μου.
Ήλιε ανάτειλε ήλιε ανάτειλε.
Dieser text wurde 364 mal gelesen.