Στη τσέπη κάργα τάληρα,
τραβάει για τα Φάληρα,
με τη Μπέτη την ομορφονιά,
που, για τα μπουζούκια για πενιά.
Ο Βάγγος που ‘ναι μάγκας απ’τη πιάτσα,
ο Βάγγος που κρατάει απο ράτσα,
πω, πω, πω, τα πίνει και τα σπάει
και για την κοπέλα κάθε είδους κάνει τρέλα.
Μάμπο, μάμπο, μ’αρέσει να χορεύω,
μάμπο με γλυκές πενιές,
μάμπο, μάμπο, είν’ο χορός της μόδας,
χορεύουν τα σαλόνια κι οι φτωχογειτονιές.
Η Μπέτη λέει, Ευάγγελε, χασάπικο παράγγειλε
κι ύστερα στο γλέντι στο γλυκό,
θέλω ένα μάμπο Ιταλικό.
Κι ο Βάγγος που τρελαίνεται για φούστα
και που δεν της χαλάει ποτέ τα γούστα,
τα λεφτά στα όργανα σκορπάει,
να χορέψει μάμπο η Μις Μπέτη με τον Βάγγο,
Μάμπο, μάμπο, μ’αρέσει να χορεύω,
μάμπο με γλυκές πενιές,
μάμπο, μάμπο, είν’ο χορός της μόδας,
χορεύουν τα σαλόνια κι οι φτωχογειτονιές.
Μάμπο, μάμπο, μ’αρέσει να χορεύω,
μάμπο με γλυκές πενιές,
μάμπο, μάμπο, είν’ο χορός της μόδας,
χορεύουν τα σαλόνια κι οι φτωχογειτονιές.