Σε μια βραδιά του πήρε την καρδιά του
μεσ’ του χορού τη ζάλη την τρελή
που μεθυσμένη κι’ευτυχισμένη
σπάραζε μέσα στην αγκαλιά του.
Πέρασαν χρόνια και την είχε χάσει
μα να που πάλι κι άλλη μια βραδιά
βλέπει την ίδια μεσ’τα στολίδια
κι’ ευθύς της λέει για τα παλιά.
Αχ, δεσποινίς, δεν είσθε εσείς που κάποιο βράδυ
με της πνοής σας με μεθύσατε το χάδι
θα το θυμάστε, δεσποινίς, το βράδυ αυτό
που μου πρωτόπατε με πόνο ''Σ’ αγαπώ''.
Μα εκείνη που' γινε τρανή, τώρα, κυρία
ειρωνικά γελά και τ’ απαντάει κρύα
μα εσείς με κάνετε, του λέει, να γελώ
ποιος είστε, κύριέ μου, σας παρακαλώ.
Λοιπόν, αυτός της λέει, πικραμένος,
''παρντόν μαντάμ, δεν ξέρω τι να πω''
μέσα στη ζάλη, σας πήρα γι’ άλλη
και γελασμένος, υπνωτισμένος.
Παρντόν μαντάμ, για μένα είχε πεθάνει
αυτή π’αγάπησα σε μια βραδιά
κι ότι κι’αν κάνει δε θα ζεστάνει
την παγερή μου φτωχή καρδιά.
Παρντόν, μαντάμ, δεν είστε εσείς που κάποιο βράδυ
με της πνοής σας με μεθύσατε το χάδι
θα το θυμόσαστε, μαντάμ, το βράδυ αυτό
που μου πρωτόπατε με πόνο ''Σ’ αγαπώ''.
Μα εκείνη που' γινε τρανή, τώρα, κυρία
ειρωνικά γελά και τ’ απαντάει κρύα
μα εσείς με κάνετε, του λέει, να γελώ
ποιος είστε, κύριέ μου, σας παρακαλώ.