Δυο πόντοι σίδερο, καυτό μολύβι
όπου κι αν φύγεις θα σε βρει,
σένα δε σ’ ήθελε τούτος ο τόπος,
σένα δε σ’ ήθελε τούτη η ζωή...
Θα σουν οχτώ, θα σουν εννιά
καράβι μέσα στο βοριά, χωρίς τιμόνι,
όταν στην πέρα τη γωνιά
ξαμόλησες την πετριά,
στο Γερμανό κι έγινες σκόνη.
Ούτε σχολειό , ούτε παπάς,
ούτε ευαγγέλιο να φιλάς, δεν είχες τότε,
μονάχος έμαθες γραφή
ψελλίζοντας σε συλλαβή
το Έψιλον, το Άλφα και το Μι...
Κι όλο να κλαις
και να ματώνεις
μάνα πατρίδα μου,
τι με σκοτώνεις.
Και τώρα πια στα δεκαεννιά
καράβι ακόμα στο νοτιά , χωρίς τιμόνι,
παίρνεις κι εσύ την αμοιβή
για την πετριά και τη γραφή
τη λευτεριά που σε ματώνει.
Ξένος κι αν ήταν ή αδερφός
για σένα έγινε ο εχθρός, που έριξε βόλι,
και έχεις τα μάτια σφαλιστά
για να μη δεις την καταχνιά , που θα γεμίσει η πόλη.
Κι όλο να λες, να κλαις
και να ματώνεις
μάνα, πατρίδα μου,
τι με σκοτώνεις...