Μες στους δρόμους γυρίζω,
σαν τρελός σε ζητώ
κι όσο δε σ’ αντικρίζω
νοιώθω πως θα πεθάνω.
Κάποιο βράδυ που φεύγεις
μα δεν ξέρω γιατί,
ένα γράμμα σου βρήκα
στο τραπέζι επάνω.
Ένα άψυχο χαρτί
πως μ’ αφήνεις έλεγε,
τις γραμμές του διάβαζα
κι η καρδιά μου έκλαιγε.
Οι διαβάτες στους δρόμους
πώς περνούν βιαστικοί
μα κανένας δεν ξέρει
το δικό μου το δράμα.
Η φωτιά που με καίει
κι ο καημός ο βαρύς
σαν θυμάμαι τα λόγια
από `κείνο το γράμμα.