Σ’ ένα μονόφθαλμο παπί
θα διηγηθώ τα κρίματα μου,
πόσες φορές αρνήθηκα
τους πόθους και τα ένστικτά μου.
Στον κόρφο που μ’ αγάπησε
θα ρίξω πέτρα και θα φύγω,
τον χωροφύλακα που κρύβω
θα ρίξω μέσα στο πιοτό.
Στους τελευταίους τους σπασμούς
θ’ ανακαλύψω την χελώνα
που ήταν χρόνια αραχτή,
κι είχε τη νύχτα για κρυψώνα.
Θα δέσω στο λαιμό λουρί
κι ύστερα πάνω στο καβούκι
αφού περάσω κάθε λούκι,
θα δώσω μια παράσταση.
Περσέας θάμαι θλιβερός,
που αντί για ξίφος θα έχω πένα
κι ενώ θα δυσανασχετείς
πούφαγες φέσι ένα κι ένα,
με μια θανάσιμη λαβή
σκοτώνω τη Λερναία ΄Υδρα
πριν της ζωής μου η κλεψύδρα φωνάξει
«Τέρμα, ως εδώ.»