Κάποιες φορές
όταν τα μάτια μου είναι κόκκινα
ανεβαίνω στην κορυφή του κτιρίου της RCA
και ατενίζω τον κόσμο μου, το Μανχάταν.
Τα κτίριά μου,
τους δρόμους που έκανα τα κατορθώματά μου,
τις σοφίτες, τα κρεβάτια,
τα παγωμένα διαμερίσματα.
Κάτω, στην πέμπτη Λεωφόρο,
που κι αυτή την έχω στο μυαλό μου.
Πανόραμα των γεφυρών
ξημέρωμα πάνω απ’ τη μηχανή του Μπρούκλιν.
Ο ήλιος δύει στο Ν. Τζέρσευ, που γεννήθηκα
και στο Πάτερσον, που έπαιξα με τα μυρμήγκια.
Οι κατοπινοί μου έρωτες στην 15η οδό.
Οι πιο μεγάλοι μου έρωτες στο Λόουερ Ηστ Σάιντ.
Τα κάποτε υπέροχα αμόρε μου στο Μπρόνξ,
πέρα μακριά.
Πορείες που διασταυρώνονται
σ'αυτούς τους κρυμμένους δρόμους.
Η ιστορία μου ολόκληρη.
Οι απουσίες μου και οι εκστάσεις μου στο Χάρλεμ.
Παίρνω το ασανσέρ
και κατεβαίνω συλλογισμένος.
Περπατώ στα πεζοδρόμια
και σταματώ ζαλισμένος
μπροστά σε μια βιτρίνα αυτοκινήτων
και στέκομαι χαμένος
μέσα σε χαλαρές σκέψεις.
Περιμένοντας μια στιγμή, όταν...
Είναι ώρα να γυρίσω σπίτι.
Ειναι ώρα να γυρίσω σπίτι,
να φτιάξω βραδινό
και να ακούσω τα ρομαντικά νέα του πολέμου
στο ραδιόφωνο.
Κάθε κίνηση παύει.
Και περπατώ μέσα στην άχρονη θλίψη της ύπαρξης.
Η τρυφερότητα ξεχύνεται μέσα από τα κτίρια.
Τα ακροδάχτυλά μου αγγίζουν το πρόσωπο της πραγματικότητας.
Και όλοι ετούτοι οι δρόμοι
κορνάροντας ασταμάτητα
να οδηγούν διαγώνια
σε λεωφόρους κυνηγημένες
από ψηλά κτίρια
πηγμένες μέσα στη βρώμικη κρούστα
των φτωχικών συνοικιών.
Μέσα σ’ αυτή τη μπλοκαρισμένη κίνηση
αναρωτιέμαι ποιος νιώθει αγάπη...
Και σκέφτομαι.
Ολόκληρο το Μανχάταν που είδα...
Σκέφτομαι...
Πρέπει να εξαφανιστεί.