Ένα ζεστό, μου `χες πει, καλοκαίρι
να μην κρατάω τις ωραίες στιγμές.
Ν’ αφήνω χώρο κι ο καιρός θα μου φέρει
σε χίλια βράδια όσες θέλω απ’ αυτές.
Σ’ ένα άδειο σπίτι που γκρέμισαν οι τοίχοι,
στέκω μονάχος και παίζω κρυφτό.
Περνάν οι μοίρες να τους δώσω το νοίκι,
σκυφτός μετράω ως το χίλια πριν βγω.
Πνίγομαι κι αρχίζω να ζω
πιάνομαι γερά στο βυθό,
χάνομαι κι ελπίζω σ’ αυτό.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και φεύγω,
έχουν τα μάτια μου γεμίσει φωτιά.
Στους άδειους δρόμους να μάθω παλεύω,
αν δίχως πόδια βγάζω φτερά.
Δε φεύγει η μέρα, δεν έχω αέρα
κι η ζωή ό,τι της έχει περισσέψει μου δίνει
σε μια δίνη ένα υπόλοιπο φιλε μου ζω.
Πνίγομαι ξέχασα κι αρχίζω να ζω
πιάνομαι, πέταξα γερά στο βυθό
χάνομαι, σ’ έχασα κι ελπίζω σ’ αυτό.
Ξέφτισα.
Σιωπή, σιωπή, μπρος στα μάτια μας φεύγει η ζωή,
μικρό αγόρι που του πήραν τη μπάλα,
νεκρό χελιδόνι η άνοιξη σ’ έντυσε.
Σκόρπισα, πέθανα, ποιος άνεμος μ’ έθαψε,
ποιος χρόνος με γέρασε,
ποιο σώμα, ποια αυγή με ξέχασε.
Ερημιές, χειμώνες, η λήθη με ξέβρασε, με κοίταξε, έσπασε,
ποιος Θεός, ποιος διάολος με ξέσκισε.
Πίστεψα, μάτωσα, πάγωσα, σκότωσα. Ανάσα.
Μια ανάσα να δώσω, δεν μπόρεσα.