Κοντεύει έξι
η μέρα βιάζεται να τρέξει.
Κοντεύει έξι.
Κάποιος μπορεί να μας προσέξει.
Αρχίζουν και ξυπνάνε όλοι
Και τρέχουν σαν τρελοί στην πόλη.
Μα ακόμα κι αν κανείς κοιτάξει
μείνε γυμνή μέσα στ’ αμάξι.
Είν’ όλη η ντροπή δική τους
που χαραμίζουν έτσι μάταια το πρωί τους.
Κοντεύει έξι
η μέρα βιάζεται να τρέξει.
Κοντεύει έξι.
Κάποιος μπορεί να μας προσέξει.
Μα ο ιδρώτας που έτρεχε ποτάμι
Έγινε ατμός πάνω στο τζάμι
Κι όποιος κι αν τύχει να κοιτάξει
το μόνο που θα δει στ’ αμάξι
Είν’ οι σκιές μας κι η ενοχή του
που αφήνει να περνά έτσι αδιάφορα η ζωή του.
Μη μου αφήνεις το χέρι, μη μου αφήνεις το χέρι
Εδώ κανείς δε σε ξέρει, κανείς δε σε ξέρει.
Μη μου λες ότι πρέπει, μη μου λες ότι πρέπει
εδώ κανένας δε βλέπει, κανένας δε βλέπει.
Μη μου αφήνεις το χέρι, μη μου αφήνεις το χέρι
Εδώ κανείς δε μας ξέρει, κανείς δε μας ξέρει.
Μη μου λες ότι πρέπει, μη μου λες ότι πρέπει
εδώ κανένας δε βλέπει, κανένας δε βλέπει.