Ονειρευτής - Στην καρδιά της πόλης Songtexte

Βγήκα από το σπίτι λίγο να περπατήσω.
Ντιλέρια ασφαλίτες όπου τα μάτια κι αν γυρίσω.
Μπήκα σ’ ένα από τα μέσα μαζικής μεταφοράς
όμως κι εκεί με άγγιξε αέρας μοναξιάς.
Έφυγα αφού είχαν κλείσει όλοι οι δρόμοι,
τριγύρω χαμένα φανάρια, αστυνόμοι.
Πάνθηρες των δρόμων παρακάτω σε δράση
αφού κάποιοι το φιλότιμο έχουν ξεχάσει.
Συνδικάτα εργατών κατεβαίναν σε πορεία.
ΜΑΤατζίδες έξω απ’ όλα τα υπουργεία.
Φασίστας να πλακώνει μετανάστη πιο πέρα
κι εγώ ψάχνω ν’ αναπνεύσω λίγο αέρα,
γιατί το θέμα είναι εδώ κι η αλήθεια του να λέγεται,
το κέντρο κι η ρουτίνα δεν παλεύονται.
Συνεχίζω να βαδίζω χωρίς κατεύθυνση.
Προπαγάνδες παντού, χωρίς συναίσθηση
κρυφές ζωές κλεφτές ματιές μοιάζουν μ’ απομεινάρια,
άδικα λόγια και πράξεις δίχως χνάρια.
Ψάχνω να βρω την αιτία για όλη αυτή την απάτη,
μα όπως φαίνεται χάθηκα απ’ τη πόλη η αγάπη.

Κλείνω τη πόρτα. Φεύγω αφού διπλοκλειδώνω.
Στο πλάι τσάντα μ’ όνειρα που ακριβά πληρώνω.
Σηκώνω το βλέμμα. Τραβάω ευθεία μπροστά,
ανάμεσα σε πολυκατοικίες μοιάζουν με κελιά
κι οι άνθρωποι να κυνηγούν του ρολογιού τους δείχτες
και το στρες τους κάνει ατελείωτες τις νύχτες.
Πρώτο θέαμα, ζευγάρι αγκαλιά στα σκοτεινά,
σαν όαση σ’ έρημο γεμάτη μοναξιά.
Στη συνέχεια άστεγος σε στάση λεωφορείων.
Στη γωνία μπάτσοι για αναγνώριση στοιχείων.
Κάνω στροφή, μη φάω στο τμήμα όλη μέρα
και με εξοστρακισμό μη με πετύχει καμιά σφαίρα.
Προχωράω παρακάτω. Φτάνοντας σε μια πλατεία,
συνθήματα σημαίες για πολιτική ομιλία.
Μπροστά από εκκλησία κάποιος κάνει το σταυρό,
μα δυο μέτρα παρακάτω βρίζει έναν αλλοδαπό.
Αλλάζω δρόμο κι αντικρίζω low bap και δύο στίχους.
Δυο σκιές με spray στολίζανε τους τοίχους.
Το πρωί οι περαστικοί δε θα χαρούν όταν το δουν
γιατί ακόμα κάποιοι μπορούν να ονειρευτούν.
Ενώ γνωστή αοιδός γαβγίζει με πλάτες χορηγών
κι εγώ απέναντι με άστεγο να παίζει ακορντεόν,
κρατάώ μόνο μια εικόνα καθώς το φεγγάρι σβήνει.
Ένα κορίτσι σε μπάτσο τριαντάφυλλο να δίνει..

Γάντια, κράνος, κλειδιά κι απ’ το ξημέρωμα στο πόδι
πάνω κάτω στη Λιοσίων. Κόβω δρόμο κι άλλο ζόρι.
Δρομολόγιο αλλά Βέγγος χειμώνα, καλοκαίρι,
να προλάβω και τους φίλους μη μου βάλουνε και χέρι.
Εγκλωβισμένος στο μεγάλο χωνευτήρι,
σε μια τρώγλη γκρίζα πόλη που χαλά κάθε χατίρι.
Αϊ σιχτίρι άφησα και τη ραχούλα μου,
με πήγανε και μέσα γιατί φορούσα τη κουκούλα μου.
Με πιάσαν να καπνίζω, μου ρίξανε και πρόστιμο.
Που σε χάνω; Που σε βρίσκω; Να πληρώνεις το χαρτόσημο
στριμωγμένος σε ουρές, σε ΔΕΗ και εφορία,
νταβατζιλίκια μη με πιάσει η ανεργία.
Σε κοινόχρηστη χαρά με τον διπλανό μου
και γουστάρω για μια τρύπα που τη λέω ουρανό μου,
πενήντα τετραγωνικά κι ένα μικρό μπαλκόνι
μ’ ένα σκούρο φωταγωγό, λεζάντα που παγώνει.
Κι αν βάλω μουσική, πάλι θα γίνει σάλος.
Παρκάρω όπου μου κάτσει κι ας μη χωρέσει άλλος.
Αφήνω τα σκουπίδια μου μπροστά στο γείτονα μου
κι ας έχω το pc μόνο για συντροφιά μου.
Μια συνήθεια είναι όλα. Έτσι έμαθα να ζω
κι ας φωνάζω κάθε τόσο τον κακό μου τον καιρό.
Θα σφίγγω το ζωνάρι για να νιώσω παλληκάρι
και τις αγάπες θα τις ζω στο ποδάρι...

Αν υπάρχει αγάπη, πες μου σε ποια πόλη θα τη βρω;
Κι αν δεν υπάρχει, βρες μου ένα μέρος να κρυφτώ,
γιατί έψαξα παντού, έφτασα ως τη καρδιά της
και δε βρήκα ούτε ένα ίχνος απ’ τη ζεστασιά της.
Μπούχτισα από μιζέρια και αδιαφορία.
Τι ήθελα τη πόλη κι άφησα την επαρχία;
Και σιγοτραγουδάω, γυρίζοντας στο σπίτι,
We need some love in the heart of the city...
Dieser text wurde 424 mal gelesen.