Μπήκε ο βοριάς και τρέλες κάνει
μέσα στου κήπου τα παρτέρια
Σκίζει με τ’ άπονά του χέρια
μιας ανεμώνας το φουστάνι.
Με τα κουρέλια πώς θ’ αρέσει
που άλλο δεν έχει να φορέσει;
Μπερδεύει του κισσού το υφάδι
στου γιασεμιού την αγκαλιά
Σπρώχνει τη ροζ τριανταφυλλιά
κι από τ’ αγκάθινό της χάδι
δροσοσταλιές του μενεξέ
τα δάκρυα στάζουν στο μπαξέ.
Στο μανιασμένο του μεθύσι
μια μαργαρίτα έχει μαδήσει,
που μέσ’ το μπλάβο δειλινό
φτερούγισε σαν περιστέρι
πέταξε κι έγινε ένα αστέρι
καταμεσής στον ουρανό.
Όμως θα `ρθεί ξανά η γαλήνη
καλοκυρά, και θ’ απομείνει
απ’ το βοριά το φθονερό
ο πόνος, η ντροπή, το δάκρυ
στου κήπου της χαράς μιαν άκρη
μα κι ένα αστέρι λαμπερό.