Έγινε ο κόσμος μια στιγμή
κι εγώ στενάζω,
γλιστράω την πένα στο χαρτί
και το μεράκι βγάζω.
Και το μεράκι είναι φωθιά
που καίει σαν την αλήθεια,
αυτό που πάντα με βαστά
κι όχι τα παραμύθια.
Υπομονή μου εφτάψυχη,
κορμί μου κουρασμένο,
στα εύκολα λικνίζεσαι
στα δύσκολα χορεύεις.
Έγινε μια στιγμή χαρά
κι εγώ φοβάμαι,
μέσα στα χέρι μου κρατώ
τα χρόνια που περνάνε.
Κι αυτά τα χρόνια μίλησαν
και μου ‘γιναν συνήθεια,
πικρό γλυκό μου δώσανε
αυτή είναι η αλήθεια.
Υπομονή μου εφτάψυχη,
κορμί μου κουρασμένο,
στα εύκολα λικνίζεσαι
στα δύσκολα χορεύεις.