Κάτω από μαρκίζες θολές σιλουέτες
φτηνά ξενοδοχεία κι υπόγειες τουαλέτες
Οι γιγαντοαφίσες που τους χαμογελούνε
χωρίς να τους γνωρίζουν λεν’ πως τους αγαπούνε.
Χύμα νεκρές ψυχές στης πόλης τη μιζέρια
πεθαίνουν πριν γεράσουνε με αδειανά τα χεριά.
Τον φτύνουνε τον ουρανό, την γη την βλαστημάνε
μια τσάρκα επική μες το πιοτό ζητάνε.
Γωνία στο δεκάρικο τι ψάχνεις για να βρεις
μου φώναξε απ’ την σούρα του ο Ζάχος ο μπεκρής.
Αυτός ο σκάρτος κόσμος θα 'ρθει τ’ απάνω κάτω
περίμενε μονάχα να φτάσουμε στο πάτο.
Παλιοί που φεύγουν, νέοι που φτάνουν τράνζιτο μες την πόλη
σαν ένα πάρτι πένθιμο ειν’ η ζωή τους όλη.
Στις πιάτσες των μπουρδέλων, των σκοτεινών διαδρόμων,
μοναχικών σκιών, λαθρόβιων κι αστυνόμων.
Φύλακες βιβλικοί στη βάρδια τους θα σβήσουν
ούτε θα κλάψουνε γι αυτούς ούτε θα τους ζητήσουν.
Κι αν λάχει τον βαρκάρη μια νύχτα κι ανταμώσουν
μια γουλιά φτηνό κρασί για ναύλο θα πληρώσουν.