Έρωτα ξυπόλητο μορτάκι μες τους δρόμους
με τα βέλη σου στο χέρι παίζεις και γελάς.
Αχ, τι κρίμα που δεν έχω γράψει ένα τραγούδι
για να τ’ ανεμίζω σαν σημαία όταν περνάς.
Μ’ έμαθες να βλέπω με τα μάτια τα δικά σου
και με την δική σου τη φωνή να τραγουδώ.
Μα έφυγες και άφωνος γυρνώ μες στα σκοτάδια
σαν τυφλός τρεκλίζω και σαν φως σ’ αναζητώ.
Έρωτα ανατολίτη, μικρέ μου ερωτιδέα
που απλόχερα χαρίζεις δίχως να λαβαίνεις,
νόμιζα πως είχα τύχη να σε συναντήσω
σαν μικρός θεός από μπροστά μου να διαβαίνεις.
Μ’ έμαθες να βλέπω με τα μάτια τα δικά σου
και με την δική σου τη φωνή να τραγουδώ
μα έφυγες και άφωνος γυρνώ μες στα σκοτάδια
σαν τυφλός τρεκλίζω και σαν φως σ’ αναζητώ.