Ένα Τουρκί Τουρκόπουλο
μια Ρωμιοπούλα αγάπα
Σάββατο την αγάπησε
την Κεργιακή της το `πε
παίρνει τα όρη, τα βουνά
τα έρημα λαγκάδια
κι η μοίρα της την έριξε
στου Αη Γιωργιού την πόρτα.
"Αη μου Γιώργη αράπη μου
κι αφέντη καβαλάρη
κρύψε με από το Τουρκί
που θέλει να με πάρει"
Εσείστηκαν τα μάρμαρα
και μπήκε μέσα η κόρη
πάνω που κατακάθιζαν
να το Τουρκί στην πόρτα.
"Αη μου Γιώργη αράπη μου
κι αφέντη καβαλάρη
φανέρωσε μου τη ρωμιά
την αγαπητηκιά μου"
Εσείστηκαν τα μάρμαρα
και βγήκεν έξω η κόρη
'πο τα μαλλιά την άρπαξε
'πο τα μαλλιά τη σέρνει
"Ασ’ με Τουρκί `πο τα μαλλιά
και πιάσε μ’ απ’ το χέρι
αφού το θέλησ’ ο Θεός
το να γενούμε ταίρι.