Θα τη σκοτώσω κι ας γενώ,
θέμα εις τσοι ειδήσεις,
τη μάνα σου την άχρηστη,
α δε τη συννετίσεις.
Δε θα σε παντρευόμουνα,
αν ήξερα πως είχες,
μια μάνα που η γλώσσα τζη,
φτάνει τσοι δέκα πήχες.
Ισόγειο αγάπη μου,
σου δώσανε για προίκα,
’πο κάτω από τση μάνας σου,
και το μπελά μου βρήκα.
Έχω ένα σπίτι στο βουνό,
και μας ε περιμένει,
αφού σε πήρα να ’μαστε,
μακριά κι αγαπημένοι.
Καλιά στα όρη, στα βουνά,
με λύκους και τσακάλια,
παρά ν’ ανακατεύεται,
μέχρι και στα τσικάλια.
Καραβοκύρης ήρθενε,
η μάνα σου μικρή μου,
στο σπίτι μας και ήκαψε,
την έρμη τη ζωη μου.
Άμε να πεις τση μάνας σου,
να κόψει τα κουμάντα,
να πάει να δίνει διαταγές,
στο ε δικό τζη άντρα.
Κουμάντο μες το σπίτι μου,
μόνο εγώ θα κάνω,
και ότι λέω θα γίνεται,
ίσαμε να ποθάνω.
Άμε να πεις τση μάνας σου,
τσοι ρουφιανιές ν’αφήσει,
γιατί στ’αυτιά μου ήρθανε,
και μ’έχει διαολίσει.
Πάει και λέει πως σ’έκαψα,
σε όλους τους ανθρώπους,
να μας χωρίσει προσπαθεί,
θε μου με χίλιους τρόπους.
Δεν είμαι βέβαια γιατρός,
γαμπρό για να με θέλει,
μα είμαι όμως τίμιο,
κι εργατικό κοπέλι.
Να μας χωρίσει προσπαθεί,
μα δε δα τση περάσει,
ο κάθαής τη μοίρα ντου,
αμοναχός χαράσσει.
Μες τη ντουλάπα έχω ντο,
το σαρανταπεντάρι,
κι αν θέλει η μανουλα σου,
ας έρθει να σε πάρει.
Όρκο ’χω δώσει στο θέο,
και θα τον εκπληρώσω,
ανάμεσά μας άμα μπεί,
πως θα τήνέ σκοτώσω.
Όσάν το λύκο μ’έκανε,
και τη παραμονεύω,
μια τελευταία αφορμή,
να μου δωθεί γυρεύω.
Με πιάνει πονοκέφαλος,
και μόνο που τη βλέπω,
τη μάνα σου απ’τα νεύρα μου,
άλλο δεν την αντέχω.
Απ’το θεριό τη μάνα σου,
θα ησυχάσω μόνο,
αν πει πως πέρνει ο θεός,
στα χέρια του το νόμο.
Θε μου μεγαλοδύναμε,
πάρε τη πεθερά μου,
κι εγώ θα γράψω στσ’εκκλησιές,
ότί ’χω στ’όνομά μου.