Κυριακή σε μια μεγάλη λαϊκή,
πουλάει μέρες μια τσιγγάνα κ’ είναι της ψυχής η μάνα.
Στο κέντρο στέκεται, φωνάζει πως έχει ότι σου ταιριάζει.
Τον κόσμο όλο δελεάζει.
Έχω μέρες που γελάνε, που αγκαλιάζουν τον καιρό,
κ’ απ’ τη δύναμη κερνάνε και σε μένα για να πιω.
Έχω μέρες καλές που ‘ναι σαν τις ξαστεριές
και πολλές σαν τις ζαριές, με μονές διπλές,
πικρές γλυκές, ακριβές φτηνές.
Ότι θες, κάπου υπάρχει τώρα.
Βρες τι θες. Ψάξε βρες.
Δες τι θες, τι εσύ θες.
Και είδα μέρες κρεμασμένες στο κενό.
και είδα μέρες σκορπισμένες και άλλες κάτω εκεί πεσμένες.
Και κάποιες μέρες που κραυγάζαν
και ασχήμιες λέγαν, με τρομάζαν.
Τότε δείλιασα για λίγο.
Και μου είπε η τσιγγάνα: άστες ήσυχες αυτές.
Λέει της ψυχής η μάνα: έχω μέρες πιο καλές.
Έχω μέρες που γελάνε, που αγκαλιάζουν τον καιρό,
κ’ απ’ τη δύναμη κερνάνε και σε μένα για να πιω.
Έχω μέρες καλές που ‘ναι σαν τις ξαστεριές
και πολλές σαν τις ζαριές, με μονές διπλές,
πικρές γλυκές, ακριβές φτηνές.