Τα χρόνια σου κλεισμένα σε φακέλους
δε πρόλαβες να μοιραστείς όσα ήθελες μ’ αγγέλους
στα 75 σου μια αρρώστια κι οι αναμνήσεις
σ’ έκαναν γέροντα σ’ ένα όνειρο να ζήσεις.
Μα ας πάρουμε τα πράγματα όλα τώρα απ’ την αρχή
πάμε να ζήσουμε σε μια άλλη εποχή
εκεί που στα 25 σου φιλόδοξος και νέος
απ’ τη ζωή δανείστηκες βαρύ το χρέος.
Σκυμμένο σε χαρτιά είχες πάντα το κεφάλι
για να πλουτίζουνε οι άλλοι
ήσουν κι εσύ απ’ τους καλούς τους λογιστές
φίλος με τους αριθμούς κι οι πράξεις σου σωστές.
Απ’ αυτούς που το χέρι δεν απλώνουν
απ’ αυτούς που τα λάθη διορθώνουν
που ενώ τριγύρω τους οι δαίμονες χορεύουν
αυτοί εκεί μονάχα τίμια δουλεύουν.
Κι η εντολή να `ναι το στόμα τους κλειστό
σε κείνους μοιάζει ευχαριστώ
κι η υποχρέωση όσο πάει και μεγαλώνει
ενώ κρυφά ένας πειρασμός συνέχεια μέσα τους φουντώνει.
Όπως σε σένα που έμεναν όλα μόνο μια σκέψη
και πες μου αν υπήρχε ένας που να είχε πιστέψει
ότι δεν άπλωνες το χέρι σε λεφτά ξένα
κι ότι δεν είχες κρύψει για μετά όλα τα κλεμμένα.
Καχύποπτοι όλοι με σένα ακόμα κι οι ληστές
και αλήθεια φταις
γιατί η ζωή πάντα τους τίμιους πονάει
ενώ τους κλέφτες με τύχη τους κερνάει.
Τι ειρωνεία
Κι έτσι μετά από τόσα χρόνια, τόσο πόνο
και αφού το όνειρο κι αυτό σ’ άφησε πάλι τώρα μόνο
με μια αρρώστια που τα πάντα σου `χει πάρει
κι άρχισε ο χάρος τη ζωή σου να φλερτάρει.
Κάνοντας έτσι να γυρίζουν στο μυαλό σου
όλα αυτά που απέφευγες για το καλό σου
κι ό,τι είχες πει θαμμένα τώρα στη ντροπή
να σου βαραίνουν τη ψυχή.
Εσύ που ήσουνα γεμάτος ηθική
που οι τριγύρω σου, σου φαίνονταν κακοί
τώρα τι θες που για όλα αυτά έχεις ενοχές
γιατί σταμάτησες να λες
πως ο Θεός για όποιον κλέβει είναι μικρός
κι ο κλέφτης φεύγει μοναχός
ενώ ο τίμιος που `χει μάθει να πονάει
έχει ένα άγγελο μαζί να τον φιλάει.
Μα η ειρωνεία η μεγάλη είναι που θες
το τέλος σου να είναι και αξιοπρεπές
και για να πληρώσεις μονάχος σου τη κηδεία
απλώνεις χέρι για να κλέψεις. Τι ειρωνεία