Ποτάμι νεπλημμύρισε, σε περιβόλι μπαίνει,
ποτίζει δέντρ’ αρίθμητα, μηλιές και κυπαρίσσια
και μια μηλιά γλυκομηλιά νερό δεν τη φελάει.
Κινά η μηλιά και ψήγεται και κιτρινοφυλλιάζει.
Κι άλλη μηλιά τήνε ρωτά, κι άλλη μηλιά της λέει.
"Τι έχεις, μηλιά, και ψήγεσαι και κιτρινοφυλλιάζεις;
Μην είν’ τα μήλα σου βαριά, μην το νερό σου λείπει,
κι από τα κλωναράκια σου κανένα μη ραγίστη;
Δεν είν’ τα μήλα μου βαριά, μηδέ νερό μου λείπει,
κι από τα κλωναράκια μου κανένα δε ραγίστη.
Άγουρος με ξανθή κόρη στη ρίζα μου φιλιώνταν,
κι όρκο κάμαν στους κλώνους μου να μη ξεχωριστούνε,
τώρα ξεχωριστήκανε και κιτρινοφυλλιάζω."