Μπήκαν σε πάγο οι μυρωδιές και ξέχασα.
Σ’ ένα κομμάτι από καθρέφτη στη γωνιά χαζοκοιτιέμαι.
Εκεί στο δρόμο κάποιος μου `πε: -Πάρε ότι έμαθα!
Κι ότι αν θέλω να γελάω, απ’ τον αέρα πρέπει να κρατιέμαι.
Παλιές εικόνες.
Παλιές αγάπες ποιητών.
Τρυπώνουν μες στα βήματά μου
Σαν τις ανάσες φοβισμένων εραστών.
Με τρύπια πένα θα χαράξω τον Ακέφαλο Θεό
και μες στο χέρι του θα γράψω, ότι με κάνει πιο περήφανο!
Κι εσύ μου λες ότι ξεχνιέμαι κι ότι παλεύω με σκιές.
Στο παραμύθι σου το ξέρεις δε φοριέμαι.
Έλα και χόρεψε άμα θες κι εσύ παρέα με τις φωτιές.
Χόρεψε!!!
Δεν είχα ρούχα πιο καλά, δεν είχα αρώματα.
Και σε παλιόχαρτα σημάδευα τραγούδια κι ιστορίες!
Πες μου…, πώς να ημερέψει ένα θεριό πάνω στα χώματα;
Μόνο απ’ τα λόγια, των σοφών τις μελωδίες!
Βουλιάζει ο κόσμος.
Ο ιδρώτας μες στα μάτια.
Και μένω μόνος.
Σαν να με ξέρασε η θάλασσα στα βράχια.
Στέκομαι όρθιος μπροστά, στον Ακέφαλο Θεό.
Και του φωνάζω δυνατά, ότι με κάνει πιο περήφανο!
Κι εσύ μου λες ότι ξεχνιέμαι κι ότι παλεύω με σκιές.
Στο παραμύθι σου το ξέρεις δε φοριέμαι.
Έλα και χόρεψε άμα θες κι εσύ παρέα με τις φωτιές.