Νεκτάριος Θεοδώρου - Γ2 Πτέρυγα Songtexte

Οι πρώτες ώρες, στην αγορά, στραβά ξημέρωσαν.
Βαριά τα βήματα απ’ το ξενύχτι και απ’ το μεθύσι σου.
Ο πολισμάνος σε χαιρετά, χαρτιά σου ζήτησε.
-Στάσου, σου λέει, εδώ υπάρχει στραβή και ένταλμα.

Σε καρφιτσώσανε, χωρίς να ξέρεις τίποτα.
Ψάχνεις να βρεις, τι να `ναι αυτό που σε τρατάρανε.
Αποτυπώματα, φωτογραφίες και σκάρτο έγκλημα.
Με τον ιδρώτα να ζωγραφίζει το λάθος που έγινε.

Μέρες εφτά κι ένας διάδρομος, η μόνη έξοδος.
Δίπλα ο Αβίντ και ο Χασάν απ’ την Ινδία.
Να περιμένουνε το φίλο που τους ξέχασε
και να σου λένε τη δική τους ιστορία.

Μες στο κεφάλι να τριγυρνάν, στιγμές και όνειρα.
Κι εσύ ακροβάτης σ’ ένα σχοινί στραβό και ψεύτικο.
Θεέ, να λες, κοίτα με αν υπάρχεις σημάδι στείλε μου.
Πες μου πως γίνετε αυτό, πως να τα’ αντέξω.

Μεταγωγών απ’ το πρωί, τα χέρια έκαιγαν.
Και περιμένεις στερνό ταξίδι, χωρίς αντάμωμα.
Οι χειροπέδες όσο το σκέφτεσαι τόσο να σφίγγουνε.
Καινούριο σπίτι σου ετοιμάζουν, καινούρια πράγματα.

Σιδερένιες πόρτες. Συνοδεία. Ψάχνεις ταυτότητα.
Και περπατάς πάνω σε νόμους και λάθος κείμενα.
Οι δεσμοφύλακες σου λεν το καλώς όρισες.
Και μες στα μάτια να τριγυρνάν, μονάχα θύματα.

Κάποιος στην πλάτη σε χτυπάει, σε είδε να καίγεσαι.
Βλέπει στο μπράτσο ζωγραφισμένα, σύμβολα, πράγματα.
-Αυτή, σου λέει, είν’ η ζωή που μόλις έχασα.
Και με γεμίσανε μπαλώματα και ράμματα.

Η πόρτα κλείνει κι εσύ μετράς τοίχο και πάτωμα.
Δύο επί τρία κι ένα παράθυρο γεμάτο κάγκελα.
Για μια παράβαση αστεία, που ούτε την ήξερες.
Ρωτάς τον Γιάννη τον παλιό, αν παίζουν θαύματα.

Στην πρώτη βόλτα, πίσω απ’ τη μάντρα, κάτω απ’ τα σύρματα.
Πρώτη κουβέντα στα δέκα χρόνια, με το μετάνιωμα.
-Κοίτα, σου λέει, σαν το γεράκι κι εγώ έτσι πέταγα.
Και μια στιγμή πάνω στην τρέλα, το έδωσα αντάλλαγμα.

Συγχωροχάρτι μου δώσαν δήθεν, μα ο χρόνος το `σβησε.
Και το μελάνι , μοιάζει μουτζούρα στην ιστορία.
Φτιάξε τραγούδι, με ότι είδες, με ότι πρόλαβες.
Μήπως κεράσουν μια τελευταία ευκαιρία.

Παιδιού χαμόγελο, αγκαλιά που τη στερήθηκα.
Θέλω να ζήσω, να βρω ξανά ότι έχω χάσει.
Στραβό περπάτημα, το ξέρω κι όμως το πλήρωσα.
Της κοινωνίας οι χαρές μ’ έχουν ξεχάσει.
Dieser text wurde 185 mal gelesen.