Φιλώντας της μανούλας του το χέρι
και της καλής του τα γλυκά τα χείλια.
Με όνειρα μες την καρδιά του χίλια
ξεκίνησε ο ναύτης γι’ άλλα μέρη.
Στο καλό, έχε γεια
ψιθυρίζει η μανούλα σιγά,
στο καλό κι η γλυκιά Παναγιά
να σε φέρει κοντά μας και πάλι γοργά.
Να 'σαι πάντα καλά
η καλή του τον φιλάει και λέει δειλά.
Η ξενιτιά τον πλάνεψε δυο χρόνια
και στο νησί δεν έστειλε ένα γράμμα.
Στης μάνας τα μαλλιά πέσανε χιόνια
και έσβησε η καλή του μες το κλάμα
Μα γιατί, μα γιατί
δεν γυρίζεις ξανά στο νησί,
της χαράς ν’ ακουστούνε τραγούδια
ν’ ανθίσουν λουλούδια κι η ελπίδα η χρυσή.
Μην αργείς, μην αργείς
τη μανούλα αν θες εδώ να την βρεις.