Καθώς κοιτώ και προσπερνώ
τον άδειον ουρανό
τα σύννεφα προστάζουνε
τους φίλους μου κερνώ.
Κρασί αλμυρό δάκρυ πικρό
κι εγώ πετώ κι εγώ μεθώ
καθώς αστράφτει η ταραχή
και γράφει τ’ όνομά σου:
Μαρία Ελένη σιωπηλή
αίνιγμα γρίφος κι απειλή.
Πότε σε πήραν οι καιροί,
ήτανε νύχτα ήταν αυγή;
Κι έγινες τάμα ένα κερί
κι έγινες μια κραυγή.
Πότε σε πότισαν κρασί
και μεθυσμένη και τρελή
ξεσκίζοντας τα σύννεφα
χάθηκες μες στο βράδυ.
Μαρία Ελένη σιωπηλή
αίνιγμα γρίφος κι απειλή.
Μαρία Ελένη αγάπη μου
της ερημιάς μου χάδι.
Dieser text wurde 324 mal gelesen.