Σαλπάραμε μια νύχτα του Φλεβάρη
εγώ με δυο τρεις άλλους ναυτικούς
ο ουρανός ήτανε μαύρος, και σημάδι
κανένα δεν υπήρχε απ’ τους παλιούς.
Φούσκωσαν τα πανιά, και παίξανε τρομπέτες
ούρλιαξαν κάποιον άγριο σκοπό,
θυμάμαι πάντα μου `λεγες πως πρέπει να πιστεύω,
να μάχομαι, και αν μπορώ κάποτε και να φεύγω.
Κι οι πόλεις πέφταν πρώτα η μια και ύστερα η άλλη
φαρμάκι μες στου δράκου την ψυχή
μ’ αρέσει να ονειρεύομαι πως λευτερώνω πάλι
τη φαντασία το ταξίδι και τη μαγεία για πανοπλία.
Δον Κιχώτες! Δον Κιχώτες!
Γιατί καθένας κάποτε τολμά και ακουμπάει
εκεί που δεν τον πνίγει η λογική
εκεί που ακόμα νιώθοντας μπορεί να ακολουθάει
ένα δικό του όνειρο, και ίσως και την ίδια τη ζωή.