Σίδερα, κοτρόνια, βρέχει ο ουρανός,
βρόντα το ταμπούρλο σου αρκουδιάρη,
προκοπή δεν έχω κι είμαι μοναχός
σ’ αυτό τον κόσμο τον ζηλιάρη.
Είχα ένα φίλο, φίλο καρδιακό,
ξενύχτι, γλέντι και σεργιάνι,
πελώριο κι αχόρταγο θεριό,
τον ρούφηξε της πόλης το ποτάμι.
Κίτρινα μάτια, στόματα φαρδιά
τίποτα δεν πήρατε χαμπάρι,
το δρόμο αφήνω, χάνομαι στα στενά
παρέα μ’ ένα σκουπιδιάρη.
Φύσηξε αγέρι, φύσηξε βροχή
κι εγώ γυρίζω σαν τσακάλι,
άσχημη μάλλον διάλεξα εποχή
μες στο κενό και μες στη ζάλη.
Φουρτουνιασμένη, στείρα μου πηγή
αόρατε, μαύρε καβαλάρη,
το καρναβάλι τέλειωσε κι αυτοί
μάσκες πουλάνε στο παζάρι.
Λαβύρινθο και πόρτα μυστική
σκάβω στο χώμα σαν σκαθάρι,
άσχημη μάλλον διάλεξα εποχή
μάσκες πουλάνε στο παζάρι.
Άσχημη μάλλον διάλεξα εποχή
μάσκες πουλάνε στο παζάρι.