Τα μάτια μου είχα κλειστά,
το στόμα κλειδωμένο,
τον γιο του Απόλλωνα, σφιχτά,
απ’ τους καρπούς, δεμένο.
Με κόλαζε, με μέθαγε
με πιώμα νοθευμένο,
καθάριζε την σκέψη μου
μ’ ένα πανί βρεμένο.
Μα εγώ χορό δεν ήξερα
για να πιαστώ στον κύκλο,
κι αν γνώριζα τα βήματα
δεν άκουγα τον ήχο.
Ακόμη και στα όνειρα
κερδίζουν τα γραμμένα,
τι κι αν δεν ξέρω εγώ χορό,
χορεύανε για μένα.
Ζήλεψαν κι ήρθαν έρωτες
και μου `ταζαν στεφάνια,
να τα φορώ και να ξεχνώ
του πάθους την ορφάνια.
Το πανηγύρι πύκνωνε,
μπλεχτήκανε κι οι μοίρες,
κι αγόρασαν τους έρωτες
για ένα πουγκί με λίρες.
Μα εγώ χορό δεν ήξερα
για να πιαστώ στον κύκλο,
κι αν γνώριζα τα βήματα
δεν άκουγα τον ήχο.
Ακόμη και στα όνειρα
κερδίζουν τα γραμμένα,
τι κι αν δεν ξέρω εγώ χορό,
χορεύανε για μένα.