Πάλι εδώ, στα σοκάκια που τα βήματα προσμένουν,
Να μαθαίνω τα όνειρά μου τι σημαίνουν•
Μα το βλέπω πως κι απόψε είν’ αργά.
Και μετά, τα κομμάτια του καθρέφτη δεν αρκούνε
Να συνθέσουν τη μορφή και να μου πούνε
Αν συνέχεια θα κάνω το φυγά.
Απορώ, αν και θίγεται η όποια μου σαγήνη,
τελικά τι από μένα θ’ απομείνει•
κι αν υπάρχει, έστω δύσβατη, ατραπός.
Και ρωτώ, μεθυσμένη τα μεσάνυχτα Σαββάτου,
“το εγώ γιατί προτρέχει του θανάτου
και γιατί απουσιάζει ο σκοπός;”
Σε μια στιγμή όλες οι στιγμές, μα οι δικές σου εκτός.
Σ’ έβλεπα στα ενδιάμεσα, αλλά και τότε σκαστός.
Τελικά, οι στιγμές που τα σημάδια τους αφήνουν,
της ψυχής και του κορμιού ρωγμές δεν κλείνουν·
και ο τρόμος του κενού τυραννικός.