Είναι παράξενο το βράδυ,
κάπου σε είδα να με κοιτάς,
με δυο μεγάλα μάτια,
δειλά να μου μιλάς γελάς.
Ρωτάς να δεις αν πρέπει αν,
αν μπορείς να τραγουδάς σιγά,
μια τόσο δα μικρή στιγμούλα,
έναν ευνούχο έρωτα.
Αναρωτιέσαι αν σε βλέπω,
αν θα υπάρξει κάτι για να δεις,
ώσπου να ξημερώσει,
μαζί μου αν θα κοιμηθείς και πες μου.
Κοίτα το δάκρυ πριν στεγνώσει,
δες αν υπάρχει κάτι για σκιά,
ένα μικρό χαδάκι,
και μια μεγάλη αγκαλιά και πες μου.
Πόσα φιλιά μου τάζεις πόσα;
πόσες φορές θα μ’ αρνηθείς;
για την αγάπη που έχει φύγει,
μία χαρά θα γεννηθεί.
Πόσα πουλιά πεθαίνουν;
πόσα θα μείνουν με φτερά;
μες του παράδεισου τα φώτα,
μες του θανάτου μου τη χαρά και πες μου.
Πες μου αν μπορείς να περπατήσεις,
πίσω απ’ το φως του αυγερινού,
μες το κορμί μου θα σαπίσεις,
μες το κορμί μου αν σε βρουν.
Έλα και πάρε με απ’ το χέρι,
έλα να πάμε μακριά,
απ’ του θανάτου μου την άκρη,
για του παράδεισου τη χαρά και πες μου.
Πες μου,
ώσπου να ξημερώσει πες μου,
μέχρι να ξημερώσει πες μου.
πες μου.
Πως μ’ αγαπάς.