Μιχάλης Τερλικκάς - Η Αροαφνού Songtexte

’Που την ’που πάνω γειτονιάν, ’που την ’που πάνω τέλεια
έσει τρεις κόρες όμορφες τζαι ψιλοτραουδούσιν,
η μια ψιλά, η μια χοντρά τζ’ οι τσάμπρες1 αδονούσιν.2
Η Τρίτη η καλλύττερη εφύτεψιεν πιπέριν.
Ετέρκασεν αφέντης μας τζαι πάει καθημέρη.
Που τ’ άκουσεν η ρήαινα αρκώθην3 τζ’ εθυμώθην.
Ευτύς εμπόγραψεν χαρτίν με χωριστό μελάνιν, 4
σάζει το, 5 συνορκιάζει6 το, πέμπει το στο Τζοιλάνιν.7
Πκιάννουν τ’ οι Τζοιλανιώτισσες στην Ροδαμνούν τζαι πάσιν.
Άνου να πάμεν Ροδαμνού τζ’ η ρήαινα σε θέλει.
Ίντα με θέλ’ η ρήαινα, ίντα ντο θέλημά ντης;
Αν με ζητά για πόλεμον να πκιάσω τ’ άρματά μου,
αν με ζητά για τον χορόν να πκιάσω τα μαντήλια.
Άνου να πάμεν Ροδαμνού, τζαι γοιόν τζ’ αν θέλεις λάμνε.8
Έμπην έσσω τζ’ εφόρησεν ρούχα της φορησιάς της,
μηδέ κοντά μηδέ μακριά, ίσια της ελιτζιάς της.
’Π’ αππέσσω φόρησεν γρουσά, ’π’ αππέξω κρυσταλλένια
τζαι καζακκάν ολόγρυσον τζ’ εσσέπασέν τα τέλεια,
τζαι μήλον εις το σέριν της, τζαι παίζει το, τζαι πάει.
Όσον τζ’ εκοντοέφτασεν στης ρήαινας τα σπίθκια,
στέκεται δκιαλοϊζεται πως να την σαιρετήσει.
Τζαι να της πω βέρκα λεγνή, βέρκα λεγνή λυϊζει, .
άτ’ ας την σαιρετήσουμεν γοιόν πρέπει, γοιόν αξίζει.
Γεια σου τραντάφυλλον του Μά’ τζ’ άσπρον μου βουρτουλλίσιν.9
Που την θωρεί η ρήαινα αρκώθην τζ’ εθυμώθην,
τζ’ αρπάσσει την ’που τα μαλλιά, χαμαί την σαρουππίζει.10
Τζ’ άησ’ με ρήαινα χρυσή, τζυρά καλωσυνάτη,
να βάλω μιαν φωνή μιτσιάν τζαι μιαν φωνή μεάλην.
Τζαι βάλε μιαν τζαι βάλε δκυό τζαι βάλε ώσπου να σπάσεις,
ο ρήας μόν τζ’ εν ’δά χαμαί νά ’ρτει να σε ’ποσπάσει.11
Τζαι βάλλει μια φωνήν μιτσιά τζαι μιαν φωνή μεάλην,
βάλλει τζαι μιαν μιαλλύττερην όσον τζ’ αν εδυνάστην,
τζαι το θρονίν του βασιλιά εσείστην τζ’ ελυϊστην.
Κάπου αστράφτει τζαι βροντά, κάπου χαλάζιν ρίφκει.
Μηδέ στράφτει μηδέ βροντά μηδέ χαλάζιν ρίφκει,
μόνον τα σέρν’ η ρήαινα, την Ροδαμνούν σκοτώννει.
Τζαι φέρτε μου τον μαύρον μου, τον πετροκαταλύτην,
απού μασά τα σίερα τζαι πίνει τον Αφρίτην.12
Τζαι φέρνουν του τον μαύρον μου τον πετροκαταλύτην
απού μασά τα σίερα τζαι πίνει τον Αφρίτην.
Περούνιν ’εν εγύρεψεν σαν ήτουν μαθημένος,
ππηά13 καβαλλιτζεύκει του σαν νέφος αρκωμένον.
Ώστη να πει έσετε γειαν έκοψεν σίλλια μίλλια,
τωρά ξαναδιπλάζει τον στης ρήαινας τα σπίθκια.
Έλ’ άννοιξέ μου ρήαινα, Σαρατζηνοί με τρέχουν.
Έπαρ’ μου λλίην ’πομονήν, όσσον πολλήν μιαν ώραν,
έχω γεναίκαν στο σελλίν14 να την ’πολευτερώσω.
Αν εν γεναίκα στο σελλίν τζαι γεια σου τζαι χαρά σου,
ειδεμη τζ’ εν η Ροδαμνού να πα’ η τζεφαλιά σου.
Έμπην έσσω τζ’ εγύρισεν τα πάνω τζαι τα κάτω
τζαι ηύρεν την Αροαμνούν σφαμένην σκοτωμένην.
Έσσυψεν τζαι εφίλησεν δκυο σείλη κουρελλένα
τζαι κατωθκιόν τα σέρκα της απού ’τουν σταυρωμένα.
Τζαι τζείνος που το έφκαλεν σαν ποιητής λοάται,
τζείνης πρέπει μακάρισι τζ’ εμένεν το σπολλάτιν.15

1τσάμπρες: αίθουσες
2αδονούσιν: δονούνται, αντηχούν
3αρκώθην: εξαγριώθηκε
4με χωριστό μελάνιν: στις περισσότερες παραλλαγές, «γλήορις το βουλλώνει»
5σάζει το: το διπλώνει
6συνορκιάζει: σφραγίζει
7Τζοιλάνιν: κωμόπολη της επαρχίας Λεμεσού, το Κοιλάνι
8λάμνε: πήγαινε
9βουρτουλλίσιν: μενεξές
10σαρουππίζει: σέρνει κατά γης
11να σε ’ποσπάσει: να σε ελευθερώσει
12Αφρίτης: ο Ευφράτης ποταμός
13ππηά: πηδάει
14σελλίν: ξύλινο κάθισμα, όπου γεννούσαν οι επίτοκες
15σπολλάτιν: μπράβο, ευχαριστώ (εις πολλά έτη)

Η απόδοση βασίζεται σε τραγούδι δημοσιευμένο στο Ξενοφών Φαρμακίδης, Κύπρια Έπη, Λευκωσία 1926, σ. 93 96.
Dieser text wurde 411 mal gelesen.