Σε γνώρισα κάποια βραδιά
παραμονές του Κλήδονα
σε κάποια γειτονιά που δεν ξεχνάω
ήμουν παιδί στα δεκαεννιά
τα χείλη μου ξεκλείδωνα
να πίνω να φιλώ και να ρωτάω
Μια τσικουδιά και άλλη μια, πενήντα χρόνια διαφορά
πενήντα χρόνια τσαμπουκά κι ευαισθησία
κι ότι μας έδεσε κρυφά, από την πρώτη τη ματιά
είναι του έρωτα η αδιάκοπη θυσία
Άκουσα νέα τρομερά, της Αρετούσας τα παιδιά
βγάλαν τα μάτια τους για ένα χωράφι προίκα
ο Οδυσσέας εμπρηστής, ο Προμηθέας νταβατζής
κ ι ο Ερωτόκριτος υπάλληλος του ΙΚΑ
Σου φέρνω έναν παλιό σκοπό, ένα τραγούδι σαν κι αυτό
και το λαγούτο μου θα κάνω εγώ κομμάτια
να ξέρεις, θα ‘χω στην καρδιά εκείνη τη ζεστή αγκαλιά
κι αυτά τα πύρινα, τα φλογερά σου μάτια
Καλή σου νύχτα εκεί ψηλά, αχ Συβαρίτισσα κυρά
κι όλα τα λόγια μου σκορπίσματα του αέρα
κι όσα δεν πρόλαβα να πω, νομίζω ήτανε γραφτό