Στον ουρανό εξορισμένος
τριάντα αιώνες ξεγραμμένος
τι κάνει τώρα αναρωτιέται
ένας Θεός όταν βαριέται.
Τους δρόμους παίρνει νυχτωμένος
Ξένιος παλιά και τώρα ξένος
δεν έχει κεραυνό στο χέρι
κι όλο γυρνάει στα ίδια μέρη.
Βρίσκει χαμένουςΜινωίτες
και κάτι χούφταλα Κουρήτες
για φίλους και γνωστούς ρωτάει
μόνο γι αγάπες δε μιλάει.
Κι είναι το μόνο που τον σώνει
μια δοξαριά του Ψαραντώνη ...
Στήνει τη βίγλα του στο Κάστρο
και του νοτιά ανάβει τ` άστρο
και στο Κομμένο το Μπεντένι
κάποια Αριάδνη περιμένει.
Λαχτάρησε να βγει στα όρη
όπου περπάτησε αγόρι
κει που περνούσε τα μικράτα
πάνω στης Νίδας τα μιτάτα.
Κι από το θρόνο του στο Γιούχτα
θυμάται τον παλιό χρησμό
κι αμίλητος παραμονεύει
το δεύτερο κατακλυσμό.
Κι είναι το μόνο που τον σώνει
μια δοξαριά του Ψαραντώνη ...
Dieser text wurde 293 mal gelesen.