Σ’ ένα καράβι που δεν ξέρω πού μας πάει
μπαρκάραμε όλοι, πεθαμένοι - ζωντανοί
κι όσο μακραίνουμε η στεριά μας χαιρετάει
λες και ποτέ δε θα μας ξαναδεί.
Πέτρινα άλογα τη θάλασσα χτυπάνε
σαν χαϊμαλιά οι ιριδισμοί λαμποκοπάνε
φορέσαμε όλοι φυλαχτό τ’ άστρο το πρωϊνό.
Πίσω από κείνο το νησί κοιτάω
πίσω από κείνο το νησί κοιτάω τα νερά.
Πίσω από κεινο το νησί κοιτάω
πίσω από κείνο το νησί κοιτάω που δεν υπάρχει πια.
Σπρώχνω τις μέρες μου, τις σπρώχνω σε γκρεμό
είμαι αιχμάλωτος ατέλειωτων χειμώνων
κι όλο ξεχνώ πώς βρέθηκα εδώ
η σκόνη κάθεται στο ύψος των εικόνων.
'Ο, τι μας έφερε εδώ μας παίρνει πίσω πάλι
σε σκοτεινά της νιότης μας λιμάνια θλιβερά
αδέρφια, φεύγουμε, μας πνίγει το χορτάρι
που φύτρωσε στου πατρικού την πόρτα `κει μπροστά.
Σ’ αυτής της θάλασσας τις σκοτεινές κοιλάδες
εκεί που στάξαμε θυσίες ηδονής
έρημο μέρος δεν υπάρχει πια κανείς
κι όλο το έπος των ερώτων δυο αράδες.
Εσύ ψηλά που ψάχνεις τη στεριά
χρύπα τα χέρια σου ν’ ανάψουνε τ’ αστέρια
γέρνει η θάλασσα και μας τραβούν βαθιά
της λησμονιάς τα σιδερένια χέρια.
Σωπάσαν τ’ άλογα, η θάλασσα εκοιμήθη
αργά στον κόρφο της το πλοίο μας γλιστρά
κύκλους θα κάμουμε, τυφλή περιπολία
σ’ αυτή τη θάλασσα, που δεν έχει στεριά.