Το χθες βυθίστηκε βαθιά σαν αλυσίδα
σε χρόνους άγνωστους σαν σίδερο βαρύ
στου ταξιδιού τα κύματα γερνάει το σκαρί
στο άνοιγμα της θάλασσας το πρόσωπό σου είδα.
Άστρα και φύκια σου χαϊδεύουν τα μαλλιά
την πρώτη αγάπη την εμάρανε ο χρόνος
πέρα μακριά της μάνας η αγκαλιά
τον στεναγμό του καραβιού τώρα ακούω μόνος.
Καμία άνοιξη εμάς δε μας χρωστάει
της κάθε μέρας το εισιτήριο ακριβό
ξεδίψασα στο διάφανο του γέλιου σου νερό
είναι πουλάκι η ζωή που τρόμαξε και πάει.