Μου λέν πως έχω κρίματα πως σπρώχνω παλληκάρια
στην κόψη απάνω του σπαθιού, στα ζάλα του θανάτου.
Πως κλέβω την ψυχούλα τους, τη λιώνω, τη χαλάω
και κάνω την ψιλή βροχή και λούζω τα μαλλιά μου.
Το κρίμα το `χει η μοίρα μου, η στοιχειωμένη μοίρα
που σαν με χρυσομοίρανε, μου κάρφωσε στα μάτια
της ομορφιάς το δρέπανο.