Παίρνω μολύβι και χαρτί και μια θεά θεριεύει
τις λέξεις πάνω της φορά, τη μουσική μαγεύει.
Μία θεά που πολεμά τη λογική ν` αντέξει
να ξεστρατίσει τα ήμερα και τ` άγρια να μερέψει.
Κι άμα για κείνη δε μιλώ, θυμώνει κι αρρωσταίνει
κάνει τα λόγια ψεύτικα, τη σκέψη κάνει ξένη
κι ό,τι κι αν γράψω ανήμερο θεριό κι αγρίμι βγαίνει
κι ό,τι κι αν γράψω ανήμερο θεριό κι αγρίμι βγαίνει.
Παίρνω μολύβι και χαρτί και μια θεά ξυπνάει
σε θάλασσες και σε βουνά κι όπου ζητήσω πάει.
Είναι γυναίκα, μάγισσα, αρχόντισσα και ψεύτρα
που μου` χει πάρει το μυαλό και την ψυχή μου η κλέφτρα.
Κι άμα για κείνη δε μιλώ, θυμώνει κι αρρωσταίνει
κάνει τα λόγια ψεύτικα, τη σκέψη κάνει ξένη
κι ό,τι κι αν γράψω ανήμερο θεριό κι αγρίμι βγαίνει
κι ό,τι κι αν γράψω ανήμερο θεριό κι αγρίμι βγαίνει.
Κι άμα για κείνη δε μιλώ, τα λόγια λέει ν` αλλάξω
γιατ` είναι κόρη αχάριστη, γι` αυτό κι εγώ θα πάψω
για την αγάπη άλλο πια τραγούδι δε θα γράψω
για την αγάπη άλλο πια τραγούδι δε θα γράψω.