Σε κουβαλώ
μέσα στο σπίτι που η φωνή σου έχει μείνει,
κι όταν η πόρτα μου πίσω απ’ τον κόσμο κλείνει
σε στήνω απέναντι και σε πυροβολώ.
Μα δεν πεθαίνεις, δεν πεθαίνεις,
κι αν σε στήσουνε σε χίλια αποσπάσματα.
Ναι, δεν πεθαίνεις, δεν πεθαίνεις,
είναι αθάνατες οι τύψεις και τα οράματα.
Σε κουβαλώ
και σε πηγαίνω όπου με σέρνουνε οι δρόμοι,
κι όταν τις νύχτες μένουμε οι δυο μας μόνοι
σε στήνω απέναντι και σε γλυκοφιλώ.
Μα δε μ’ αγγίζεις, δε μ’ αγγίζεις,
δεν με φιλάς, κι αν σε παρακαλώ με κλάματα.
Ναι, δε μ’ αγγίζεις, δε μ’ αγγίζεις,
δεν έχουν δάχτυλα οι μνήμες και τα οράματα.
Σε κουβαλώ,
σε νιώθω δίπλα να ανασαίνεις, έρωτά μου,
πιο ζωντανός απ’ όταν ήσουνα κοντά μου.
Σε κουβαλώ, σε κουβαλώ, σε κουβαλώ.