Μεσάνυχτα στη γειτονιά,
η φτώχια, η γρίπη, η παγωνιά
κι ο πολιτσμάνος στη γωνιά
μες στο χιονιά.
Το υπόγειο έμπασε νερά,
περνάει το τρένο και σφυρά
και κλαίν’ συνέχεια
τα μωρά στη γειτονιά.
Και δεν μπορώ να κοιμηθώ,
να ονειρευτώ:
Πως είμαι πλούσιος,
πως είμαι πλούσιος,
πως ειμ’ αφέντης,
βασιλιάς, ταξιδευτής.
Όσα κι εσύ κι εσύ κι εσύ
θα ονειρευτείς, όταν θα σβήσουνε
τα φώτα της γιορτής.
Αν ήμουν πλούσιος,
αν ήμουν πλούσιος,
καραβοκύρης,
βασιλιάς, ταξιδευτής.
Όσα κι εσύ κι εσύ κι εσύ
θα ονειρευτείς, όταν θα σβήσουνε
τα φώτα της γιορτής.
Ξημέρωμα στη γειτονιά,
τρέχει ο παπάς στη λειτουργιά,
το καλυμμαύχι του στ’ αυτιά
μες το βοριά.
Κι ο γείτονας στ’ αντικρινό,
τη σούστα ζεύει στο στενό
και βλαστημάει
τον παραγιό τον ορφανό.
Και δεν μπορώ να κοιμηθώ,
να ονειρευτώ:
Πως είμαι πλούσιος,
πως είμαι πλούσιος,
πως ειμ’ αφέντης,
βασιλιάς, ταξιδευτής.
Όσα κι εσύ κι εσύ κι εσύ
θα ονειρευτείς, όταν θα σβήσουνε
τα φώτα της γιορτής.
Αν ήμουν πλούσιος,
αν ήμουν πλούσιος,
καραβοκύρης,
βασιλιάς, ταξιδευτής.
Όσα κι εσύ κι εσύ κι εσύ
θα ονειρευτείς, όταν θα σβήσουνε
τα φώτα της γιορτής.