Όνειρο ναυαγισμένο βγήκε στη στεριά
σώμα μ’ άρνη ποτισμένο, με κρυφά φτερά,
Καλοκαίρι το καλεί μ’ ολοπόρφυρο χαλί
για του ήλιου το στρατί
κι ο χειμώνας με στολή, σκοτεινή αποστολή,
απ’ το χέρι το κρατεί.
Όνειρο που σ’ αντάμωσα
και την ψυχή μου βρήκα,
ψυχή μου που σε κράτησα
με τ’ όνειρό μου προίκα.
Όνειρο αγαπημέν σπέρνει ξαστεριά,
στο 'να χέρι παίζει μ’ άστρα, στ’ άλλο με παιδιά.
Καλοκαίρι το καλεί μ’ ολοπόρφυρο χαλί
για του ήλιου το στρατί
κι ο χειμώνας με στολή, σκοτεινή αποστολή,
απ’ το χέρι το κρατεί.
Όνειρο που σ’ αντάμωσα
και την ψυχή μου βρήκα,
ψυχή μου που σε κράτησα
με τ’ όνειρό μου προίκα.