Σαν έσει η βροχή στην εξοχή, το θάμα σκάει,
πλημμύρα ο ανθός, ως κι ο Θεός το παρατηρεί,
σαν νιώσει η καρδιά μέσ’ στη βραδιά το φως πώς πάει,
για να τηνε βρει, παίρνει κερί και το καρτερεί.
Γνώριμα κι άγνωστα λάθη μου,
βγήκα απ’ τα βάθη μου και πιειτε στην υγειά μου,
πλήρωσα, χρόνια ξεπλήρωσα
το εισιτήριο που πήρε η καρδιά μου.
Μέσ’ στη φωτιά, μέσ’ στη φωτιά.
Ξέρω το δρόμο για τον χωρισμό,
ψάχνω τη στράτα για τον γυρισμό,
εκεί που σμίγουν οι ψυχές,
εκεί που δένονται οι καρδιές,
χαριτωμένες και γλεντοκοπούν,
εκεί που σμίγουν οι ψυχές,
εκεί που δένονται οι καρδιές,
χαριτωμένες και γλεντοκοπούν.
Του κόσμου φωνές, αληθινές κι αγαπημένες,
ε, μύθος γνωστός, ψιθυριστό, ψάχνω, σ’ αγαπώ,
του δρόμου ψυχές, ίδια ρηχές και πονεμένες,
σαν φύλλα ξερά, έχω φτερά, δε θα σας το πω.
Γνώριμα κι άγνωστα λάθη μου,
βγήκα απ’ τα βάθη μου και πιειτε στην υγειά μου,
πλήρωσα, χρόνια ξεπλήρωσα
το εισιτήριο που πήρε η καρδιά μου.
Μέσ’ στη φωτιά, μέσ’ στη φωτιά.
Ξέρω το δρόμο για τον χωρισμό,
ψάχνω τη στράτα για τον γυρισμό,
εκεί που σμίγουν οι ψυχές,
εκεί που δένονται οι καρδιές,
χαριτωμένες και γλεντοκοπούν,
εκεί που σμίγουν οι ψυχές,
εκεί που δένονται οι καρδιές,
χαριτωμένες και γλεντοκοπούν.