Απομένεις μοναχή
μ’ ένα τέλος και μια αρχή
κι οι αγάπες μοιάζουν τρένα που `χουν φύγει.
Κάθε χάδι και φιλί
κάθε "σ’ αγαπώ" στ’ αυτί
έμοιαζε να `ναι γραμμάτιο που λήγει.
Στο αλώνι της καρδιάς
πάλι στάχυα θα μετράς
που μ’ αυτά νεκρά αισθήματα θα θρέψεις,
μα στο χάδι του βοριά
θα σκορπίσει η σοδειά
κι έτσι σ’ αδειανό κρεβάτι θα πονέσεις.
Όσα αγόρια μίσεψαν
κάποιες νύχτες γύρεψαν
τις λιμνούλες της ψυχής σου να αρμέξουν.
Στων ματιών σου τους βυθούς
βούτηξαν με τους φακούς
αχιβάδες και κοράλλια να ψαρέψουν.
Κι η ψυχή σου η αγνή
έχει γίνει πια στεγνή
έμειναν της πονηριάς τα κατακάθια.
Κι όταν φεύγει ο έρωτας
κλαίγοντας κι ασθμαίνοντας
της καχυποψίας σε τρυπούν τ’ αγκάθια.
Η καρδιά που γήτεψες
στο κορμί που πίστεψες
ήταν κόκκινη θαλάσσια ανεμώνη.
Με την πρώτη αναποδιά
κρύφτηκε στα σωθικά
σ’ εγκατέλειψε κι έμεινες πάλι μόνη.
Έχουν σύνορα οι ψυχές
ειν’ απάτητες κορφές
γι’ αυτό ταξιδεύουν στην ανωνυμία,
μα στο βάθος λαχταρούν
μια σκιά να δροσιστούν
ξεχασμένη απ’ την ανθρώπινη απληστία.
Dieser text wurde 364 mal gelesen.